Σαππαίος πολίτης

Στο Γιώργη Δρυμωνιάτη

 

Μπούσουλας, ο λαστιχωτός Γονατάς της γιορτινής πλατείας.

Πανηγύρι των μαγεμένων φεγγαριών της πεντηκοστής,

αποκαμωμένοι σκελετοί μιας μακροχρόνιας νηστείας,

στερεμένο γάλα των μανάδων μας, σαρακοστιανά της παιδικής μας ζωής.

 

Κεφάλια πασαλειμένα με αλοιφές της Ανάληψης,

θυσιασμένες καλογριές στην ιερή πηγή της ανάνηψης,

τριχωτό πληγιασμένο. Πόναγα μάνα μ’, πώς πόναγα!

Ντρέπομαν μάνα μ’ ντρέπομαν κι ολοένα σε ρώταγα:

 

Πότε θα γιάνουν αυτές οι πληγές στο κεφάλι,

ο Προμηθέας είμαι και το μυαλό μου τρώει το γαμψώνυχο καρτάλι;

Δε μπορώ να σκεφτώ ν αγαπήσω την ψυχή μου,

να φύγω μακριά, στα πέρατα της άσωστης γής μου,

να ματάρθω ταχιά που θά ‘χει αδειάσει η χαρούμενη πελατεία,

μόνος να ονειρευτώ, να ζήσω, να χαθώ στου ήλιου τη λιτανεία.

 

Παρέα με γύφτους, χοτζάδες, πρόσφυγες χωριανούς μου,

ν’ απλώσουμε ρούχα, κασκορσέδες και φανελάκια στα τέλια,

να γλιτώσω απ’ των μικρόψυχων χριστιανών τ’ αγιασμένα κουρέλια,

που παραδέρνουν στον ανέμο των μελανών οικτιρμών μου.

 

Τους ήχους της μισάνοιχτης θύρας που ερμητικά η πνοή μου κλείνει

όταν ο αέρας φυσάει απ’ τα σαπισμένα πνευμόνια των χτικιών

ν’ ακούσω, τους πετεινούς στο ρολόι της ψυχής μου να λαλούν,

να ξυπνώ όταν τα ψεύτικα βλέφαρά μου το ξημέρωμα ανοιγοκλείνει.

 

Πόναγα μάνα μ’. Πόναγα!

Στον ύπνο μου μάνα μ’ ξύπναγα!

 

Εφιάλτες βασάνιζαν τα όνειρά μου και γώ, καλούσα τους τυχαίους,

τυχάρπαστους, ζωντανούς και ώριμους κόλακες της ψυχής μου,

ν’ απαλύνουν το κλειδωμένο εφτασφράγιστο αερικό της βουλής μου,

αυτό που οι κύνες ειδωλολάτρες έγραφαν στους τοίχους με τίτλους πηχυαίους.

Μικρή ιοβόλα οχιά τιλυγμένη στα σχολικά παπούτσια της εφηβείας μου!

 

Λάζοι, Ψήνες, Χάτζοι, Κάψες, Πρετέντοι και Τσίμες, παράσιτα έντομα της σκέψης μου!

Όλοι εσείς μπακαλόγατοι, χτίστες που με πλίνθους πλάθετε τις απόψεις μου.

Δομημένα ομόλογα πουλημενα στο παζάρι μιας οικονομικής διακυβέρνησης.

Καλόγριες φυτρωμένες στις ρίζες των φαιών εγκεφαλικών κυττάρων μου,

θα πάρω μια μέρα ενα πηρούνι και θα οδεύσω στο συντρουμά της γιαγιάς μου,

θα κάτσω σε μια καρέκλα, θα δεθώ με σκοινιά θα γεμίσω με κότσαλα το στόμα μου,

να ρθεί η γριά μάνα μου να ξερριζώσει τους κηροπλάστες που βυζαίνουν το πνεύμα μου.

 

Και γώ μόνο να μουγγρίζω άφωνα, όταν μάνα μ’ θα καίς με σπίρτο τις πληγές μου!

Κι όταν τελειώσεις μάνα μ’ να λυθώ να ξεμπουκώσουν οι αεραγωγοί της πνοής μου,

να ελευθερωθούν τα πνευμόνια μου, να ματωθεί το μυαλό με αναστάσιμες ορμές.

Να φωνάξω να τσιρίξω μ’ όση δύναμη μου παρέχει η ποιητική μου αδιαφορία:

 

-Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί! Σκουπίδια πεταμένα στων Γραικών την ιστορία!

 

2 Σχόλια

  1. Posted by ΔΑΝΙΗΛ (ΔΑΝΟΣ) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ on 28/11/2011 at 10:35 μμ

    ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΣΑΙ!!!

    Μου αρέσει!

    Απάντηση

  2. Αγαπητέ συμμαθητή της γυναίκας μου και φίλε εδώ και λίγο καιρό (μέσω διαδικτύου).
    Καποια φορά ζήτησες να σου πω τη γνώμη μου για τα ποιήματά σου.
    Πίστεψέ με δεν μπορώ να το κάνω, γιατί θα ήταν εύκολο να σου πω: «πολύ ωραία!».
    Όμως δεν σου είπα ούτε αυτό! Αλλά θέλω να σου εξηγήσω ότι δεν μπορώ να το κάνω γιατί το «πολύ ωραία» θα εξέθετε εμένα τον ίδιο! Δεν το έκανα γιατί δεν έχω το ταλέντο να σε κρίνω. Εν ολίγοις είμαι μακράν πέρα και κάτω από πολλές ευαισθησίες που έχεις. Όχι ότι εγώ δηλαδή δεν έχω παρόμοιες ευαισθησίες, αλλά δεν μπορώ να τις εκφράσω με τον τρόπο το δικό σου και κυρίως δεν μπορώ να σε κρίνω. Αυτό ας το κάνουν πιο ειδικοί από εμένα. Εγώ απλά, θα σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, που δεν ξέχασες την πατρίδα σου και να συνεχίσεις να γράφεις αυτά τα όμορφα ποιήματα, τα οποία όταν τα διαβάζουμε φέρνουμε παρόμοιες εικόνες και αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια.
    Να είσαι καλά Βαγγέλη…και όταν έρθεις στον τόπο σου θα χαρώ να βρεθούμε.

    Μου αρέσει!

    Απάντηση

Σχολιάστε