Κοιμήσου σύντροφε
τα σπάργανα που ζήλεψες,
ολάκερη ζωή κυνηγημένος,
στης γής το μουσκεμένο χώμα
αυτού που νότισαν τα δακρυά σου
κι η «θλίψη σου που κοίμισες» για πάντα,
ποιός ξέρει,
κάποια μέρα ίσως ανθίσει.
Δέ διδάχτηκες εσύ
ενικούς, πληθυντικούς
γαλατική ευγένεια, καρμπόν χαμόγελο·
μόν’ άκουγες τους χτύπους της καρδιάς.
Χτύπος, ζωή.
Σιγή, θανατος.
Κι ήταν σοφοί και γνωστικοί
συχναστές των σαλονιών που σού ‘σκαψαν τον τάφο
εκεί που κάθε φωνή ειρηνική οι «επα·ί·οντες» πάντοτε στέλνουν,
«μιαρέ ιακωβίνε»!
Άστους αυτούς·
ακόμα πίνουνε στα κά·ι·ρα σαμπάνιες
στον Όλυμπο νομίζουν πως βραδιάζουν
κι εσύ
τις νύχτες αφουγκράζεσαι καρδούλες παιδικές
όταν στο πάτωμα κοιμούνται νηστικές.
Χτύπος, ζωή.
Σιγή, θάνατος.
Ε. Κ. Γιαννελάκης.