ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Και το το φιλί σου ζουμερό όπως την πρώτη νιότη
κι η αγκαλιά σου προσευχή, λάγνα και μοναχή.
Δε δίστασα. Δεν άπλωσα το χέρι μου αντίδωρο να πάρω,
μου τό δωκες εσύ, μονάχη μοναχή.
Στα χείλια στο στόμα στο κορμί
μια θάλασσα ένα κύμα ένα σκαρί σε άλλους κόσμους μονάχη και μαζί σε αλλα μέρη κι όνειρα.
Στη Μήλο και στη Νιό
-βδέλα γλυκιά η ηδονή-
να φύγω να σαλπάρω.
Δεν ξέρω πώς
δεν ξέρω τί
δεν ξέρω τί και πώς,
αυτό που ζήσαμε δεν είχε λογική
δεν είχε βάθρο, όρια
δεν είχε κλίμακα και μέτρο
ούτε μονάδες, νούμερα να τρέξω να μετρήσω.
Τί ήταν
τί το άυλο που ένιωσα;
Καρπός ουρί του παραδείσου.
Κι έφυγε• πάει.
Πού πάει
πώς στροβιλίζει η ζωή
πώς δραπετεύει τ όνειρο,
να τό χεις δίπλα σου να το ρουφάς
να ξεδιψάς και διψασμένος νά σαι;
Και πέρασαν οι μέρες.
Και πέρασαν τα χρόνια.
Και πάλι σε κείνο το πηγάδι σίμωσα
να μαγκανίσω το νερό με τα δικά σου δάκρυα
κι εγέμαε τ’ αγγειό με διψασμένα όνειρα
που δεν εχόρτασαν ποτέ νερό μα ούτε και δάκρυα στο βυθό.
Ε Κ ΓΙΑΝΝΕΛΑΚΗΣ