Η γέννηση

Τότε που ήμουν ένας συμβολισμός στη γρανιτένια σου όψη,

μάνα του βάλτου, μ’ αγαπησες, μαζί και τα άτοπα όνειρά μου.

Με γέννησες με ωδίνες στις λιμναίες μαζώξεις των αμφίβιων βατράχων.

Μ’ έθρεψες με την ύστερό σου τροφή για την τελική μου πορεία.

 

Όταν η ελαστική σου μήτρα έψαχνε τη θέση της στις κενές σου λαγόνες,

όταν ο πελαργός της Μαίας άκουσε τις διαπεραστικές σου κραυγές,

πόνους, μαζωμένους ένα κουβάρι, στις μνήμες των υδρόβιων πτηνών,

βύζαξα πρωτόγαλα απ’ τη μπακιρένια κλάστρα της βουκόλας Θάλειας.

Πότισες, όι μάνα, τη ζωή του βάλτου με το αχνό αίμα της πρώτης σου γέννας.

 

Ήρθαν βουτυχτάρια, πάπιες, χήνες, σφυριχτάρια να φτερώσουν την κούνια μου.

Οι πελαργοί κι οι τσικνιάδες, σπάργανα έπλεξαν, με καλάμια και βούρλα.

Ήρθε η Καλλιόπη απ’ τη Μαρώνεια κι έψαλλε την Οδύσσεια του Ομήρου.

Η Πολύμνεια με τον Πάνα, τον Αηδονίδη, στον ήχο της γκάιντας τραγούδαγαν

βυζαντινές υμνωδίες, βουκολικά όνειρα, νανουρίσματα του Φήμιου.

 

Ήρθε κι ο Κρόνος π’ άκουσε το πρωτόγεννο κλάμμα μου ,θανάσιμη μελωδία.

Μ’ έκρυψε η μάνα μου σε μελανούς καλαμιώνες, στο βούρκο των στάσιμων νερών.

Ο πελαργός του βάλτου, σκέπασε το κορμί μου, με τις διάπλατες φτερούγες του.

Βροχή, αστραπές, βροντές μπουμπουνητά στη συναυλία των στοιχειών του τενάγους.

Τα νερόφιδα φύλαγαν την κούνια απ’ τους γερόλυκους που καιροφυλακτούσαν.

 

 

Ήρθε κι ο Αλλατζάς, ο γέροντας σκύλος, που με παράπονο αλυχτούσε τις νύχτες.

Στη σύναξη των πουλιών, των αμφίβιων, των λιμνόφιδων, πρόστρεξε κι η Νεράιδα του βάλτου.

Και πως είδε την κούνια μου να χορεύει στη δίνη της πλημμύρας στα χέρια της μάνας μου,

έτεινε το σπαθί της στο βουερό αέρα και φώναξε:

 

-Σέ ονοματίζω «Χορεύοντας στη βροχή»

 

Κι ήρθαν ο Ζάρ, ο Μπράμς, ο Μπετόβεν, ο Ραβέλ, ο Ντβόρακ, κι ο Μολδάβας του Σμέτανα.

Οι Βαλκυρίες, ο Σιμπέλιους, τα κανόνια του Τσαικοφσκι, τα Πολοβτσιανά μπαλέτα.

Ο Δοιτσίδης με τις κόρες του, ο Απόλλωνας, ο Ερμής, ο Ορφέας κι η Ευριδίκη.

Πουλιά, ερπετά, στοιχειά, αερικα, χέρι-χέρι χόρευαν Ουγγρικούς ζωναράδικους χορούς.

 

Παραπέρα, ο γέροντας κι οι γερόλυκοι, ζεϊμπέκικο στους ρυθμούς του Τσιτσάνη.

Ανεώχθησαν οι ουρανοί, ζήλευαν οι θνητοί, οι θεοί και οι άγγελοι πιάστηκαν στο συρτό.

Χόρευε το σκοτεινό τοπίο, στο αντιφέγγισμα των ξωτικών, στους προβολείς του ήλιου.

Η γη, μια δίνη γύρω απ’ τον άξονα της, καλούσε τους πλανεμένους στην παράσταση των φευγάτων.

Μαγική αρμονία της φύσης, των καιρικών, των ποιητών,των σοφών, των μωρών παρθένων.

Ξύπνησα απ’ το βαθύ λήθαργο πάνω στην καλαμωτή κούνια μου και φώναξα στεντόρια:

 

-Τί κι αν η φτώχεια έπλασε τα όνειρά μου.

Τί κι αν στο βάλτο αντρώθηκε η καρδιά μου.

Τί κι αν χόρεψα σε ξέσκεπα νερά, σιμά στους καταρράχτες.

Τί κι αν έζησα ξιγκόλιατος, γυμνός μπροστά σε θεομπαίχτες.

 

Ένα μονάχα έχω να σας είπω κι αυτό μισό, όμως σημαντικό.

Όσους απ την κούνια μου μ’ αδίκησαν, κανένα δε μισώ.

Κανένα σας δεν πείραξα ούτε καμιά εκδίκηση ζητώ.

 

Αφήστε με λοιπόν να ζήσω, στο δικό μου κατακόκκινο ουρανό!

 

 

 

 

 

2 Σχόλια

  1. Οπως εχω εξ αρχής επισημάνει ίσως το πλάτιασμα του στίχου θέλει συμμάζεμα ώστε να γίνει αμεσότερο το μήνυμα! Κατά τα άλλα έχεις να πεις πολλά!
    Συγχαρητήρια! Καλή χρονιά! Δημουργία και υγεία μα πάνω απ’ όλα ΑΓΑΠΗ!

    Μου αρέσει!

    Απάντηση

  2. Posted by Τάσος Παπαναστασίου on 12/01/2012 at 5:26 μμ

    Πάλι κατάφερες να με συγκινήσεις!!!!! Αλλά πολύ θορυβώδης ο ερχομός στον κόσμο , αδελφέ μου! Προς το τέλος ενέδωσες στον πειρασμό της ομοιοκαταληξίας.
    Τα σονέτα της συμφοράς , είναι μια πολύ αξιόλογη συλλογη του Βλαβιανού. Επίσης, προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσεις το Σύμπαν της Δημουλά, σε ότι , κυρίως, έχει να κάνει με την πυκνότητα της γραφής και των νοημάτων. (Προσωπική γνώμη πάντα και καλοπροαίρετη. Αν θέλεις κολακευτικότερα σχόλια, με μια καλή αμοιβή είμαι πρόθυμος!!!!!!!).
    Και για να μην αναλωνόμαστε σε ανταλλαγές μηνυμάτων, πέρνα όποτε θέλεις και μπορείς από το εργαστήριό μου για καφέ ακι κουβέντα!

    Μου αρέσει!

    Απάντηση

Σχολιάστε