ΓΥΡΙΣ

ΓΥΡΙΣ

Πώς έπεσαν οι λέξεις από τα γιασεμιά; 

Αέρας;

Δίψα ή παγωνιά;

Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά• 

ήρθαν οι μέλισσες.

ΙΣΜΑΡΟΣ

ΙΔΙΟΧΕΙΡΩΣ

«ΙΔΙΟΧΕΙΡΩΣ»

Το γελεκάκι που φορείς 

τό ‘χεις ζωγραφισμένο.

Θαυμαστή η δοτικότητά σας

στα όρια της θυσίας.

Αξιοθαύμαστη.

Τυχεροί οι άνθρωποί σας,

αχ πόσο τους ζηλεύω!

Πλούσιος ο κόσμος σου, 

πλούτος που τον μοιράζεις, 

γιατί αν

– όπως οι καιροί ορίζουν-

τον αποταμιεύσεις, 

ο κουμπαράς θα εκραγεί

κι εσύ

θα είσαι το πρώτο θύμα του.

Μου λες «η τέχνη είναι εξομολόγηση»

και γω σου λέω κι ο έρωτας ομολογία είναι.

Τέχνη είναι,

να ζεις με το μισθό σου

να ζωγραφίζεις με την καρδιά σου.

Τ’ ανάποδο είναι ατιμία.

Κι αν έχεις αμφιβολία

ρώτησε το Βαν Γκογκ.

Δε θα τα έλεγα όμορφα

αν δεν ήσουν η Νεφερτίτη.

Εγώ, απλά ξέρω τις λέξεις.

Διαχέεις ομορφιά. 

Είσαι όμορφη. 

Κι ήθελα να στο πω,

ιδιοχείρως.

ΙΣΜΑΡΟΣ

Η ΔΙΑΝΟΗΣΗ

«Η διανόηση»

Συναγελάζεσαι διανοούμενους και μορφωμένους,
ύστερη φήμη βασιλιά σοφού να γράφουν οι γραφές,
αυτούς τους άθλιους παρά τω βασιλεί
χωρίς αιδώ να γλείφουν τα πτυελοδοχεία σου.
Αυτοί οι σύμβουλοι ποτέ τους δε θα πούν
πως έφτασεν της βασιλείας σου το τέλος
μικρόνοες ως είναι θα προτείνουν
ευθανασία των φτωχών σου υπηκόων.
Πάντα θα λέν πως είναι τα βασίλεια φτωχά
ποτέ πως πλούσιοι οι βασιλείς
τεχνηέντως λησμονούντες
πως δέν υπάρχουν εξουσίες το δίχως υπηκόους,
πανάθλιε βασιλιά
άθλια διανόηση
εξάθλιοι υπήκοοι.

Ε. Κ. Γιαννελάκης.

ΑΧ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

ΑΧ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Δε σ’ άρεσε που ήρθες ή σε άρεσε;

Και ποιός σε κάλεσε; Κανείς. 

Αγώνα δρόμου έδωσες να έρθεις πρώτος. 

Ακάλεστος κι απρόσκλητος. 

Δε σ’ έπνιξαν στη θαλασσα ούτε και στον ασβέστη σ’ έκαψαν. 

Δεν ήταν,

δε μ’ αρέσει

τα μάτια μου δεν έχει

άσχημο δεν το θελω,

δεν είναι γιος μου ετούτο το τσογλάνι.

Ούτε ανεπιθύμητο σε είπανε. 

Σ’  αγκάλιασαν 

σ’ αγάπησαν, 

δύσκολη η ζωή.

Μεγάλωσες.

Αντρώθηκες

και πνίγεις σε θάλασσες και βάλτους

ανεξαιρέτως τους απρόσκλητους ετούτης της ζωής.

Σε γέννησε Σερραία μάννα•

αυτή που ψήφισε τον Αχ Καραμανλή,

το δολοφόνο των παιδιών της.

ΙΣΜΑΡΟΣ

ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ

ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ

Άνευ όρων βρέχει

άνευ όρων καίει ο έρως την καρδιά σου

κι η ανεμώνα ανθίζει άνευ όρων στο χειμώνα.

Άνευ όρων η χαρά,

άνευ όρων σε χωνεύουν τα σκουλήκια.

Τα παχάκια στην κοιλίτσα σου βαραίνουν μόνο

την πλάστιγγα που σε ζυγίζει

όχι τη φλόγα μου που καίει για σένα άνευ όρων.

Άνευ όρων αγαπάς το όλον

το ωραίον στη φαντασία του γλύπτη και μόνον.

Άνευ όρων σε λατρεύω

άνευ όρων με γράφεις ανορθόγραφα

και είναι άδικο.

Μα άδικη είναι και η ζωή. Άνευ όρων.

Άνευ όρων εγεννήθης

-δε σε ρώτησε κανείς-

και θα πεθάνεις άνευ όρων

-δε θα σε ρωτήσει ο Βαρκάρης-.

Πού πώς και πότε, δεν παζαρεύει η ζωή

μα ούτε και ο θάνατος.

Γεννιέσαι μελλοθάνατος.

Άνευ όρων.

Και το ανάμεσο στη γέννα και στο θάνατο,

ζωή το λένε. Έτσι το λένε.

Και είν’ ωραία η ζωή, δεν ξέρεις το ξημέρωμα.

Είν’ άνευ όρων η ζωή γι’ αυτό και είν’ ωραία.

ΙΣΜΑΡΟΣ

Ηρώων

» Ηρώων «

Γιατί επαναστάτησες ρε γέρο του Μωρηά;
Είχες οφίτσια
χρήματα και ζά
στην εκκλησιά καβάλα,
ξεσηκώθηκες γιατί;


Γιατί ωρέ
γκρεμίζεις τόσα νούμερα,
βουίζει το κεφάλι μου,
γιατί ωρέ, γιατί
οι πόσοι σκοτωμένοι δέν ήταν αριθμοί
μα ονόματα ηρώων;

ΙΣΜΑΡΟΣ

Φλώροι, Αρεοπαγίτες και Δάκος της ελιάς.

ΦΛΩΡΟΙ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ ΚΑΙ ΔΑΚΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ.

Να κι ο Φλώρος.

Ο αρχηγός με τα παράσημα και πού τα βρήκε;

Έκανε τζάμπινγκ στον Ταΰγετο ή στο γεφύρι της Χαλκίδας;

Γιατί σε πόλεμο, δεν πήγε.

Ο Φλώρος που συμφώνησε οι τριήρεις να δωθούν σε Καρχηδόνια ναυπηγεία,

να μη βαράει στο Φάληρο το ματσακόνι

οι ναυπηγοί του ΕΜΠ να λύνουνε σταυρόλεξα να παιζουν ναυμαχία.

Μίζες ένεκα, έ Κίμων;

Και συ Ντογιάκο ντό ευτάς, τί έκανες ώ άχρηστε;

Τη μία ο Βγενό, την άλλη ο Παρλαπίδης

οι γιοί σου που σιτίζονται στα θέρετρα των ισχυρών

εσύ το θρόνο σου στην άβυσσο κι εμείς

εναγωνίως στην Ανάβυσσο να σώσουμε το σπίτι μας

από τον τραπεζίτη φίλο σου.

Κατάρα σε, ώ Αρεοπαγίτη.

Εγκάθετε του Κίμωνα

που την Αθήνα γέμισε κοριούς και ψείρες.

Και ψύλλους στ’ αφτιά των δικαστών.

Και ένα μπάτσο στον καθέναν από μας, όταν πατάμε πεζοδρόμιο.

Κι ο Χατζηδάκος της ελιάς, άλλο καθίκι.

Ένα μουρόχαβλο κεφάλι σ’ ένα ασκί•

γεμάτο μίζες. ΔΕΗ και Ολυμπιακή.

Δεν έχει χώρο για το κώνειο που θα πιει.

Αρχέστρατε μ’ ακούς;

Ξέρεις εσύ. Πρώτα το δίκιο.

Πρώτα μ’ αυτούς που μέτρησαν το δίκιο μας

με τα καντάρια λάδωμα που έχει το πιθάρι τους.

Και αν δε γίνω εφιάλτης τους Αρχέστρατε,

Εφιάλτη

να μή με λένε.

ΙΣΜΑΡΟΣ

ΦΛΩΡΟΙ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ ΚΑΙ ΔΑΚΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ.

ΦΛΩΡΟΙ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ ΚΑΙ ΔΑΚΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ.

Να κι ο Φλώρος. 

Ο αρχηγός με τα παράσημα και πού τα βρήκε; 

Έκανε τζάμπινγκ στον Ταΰγετο ή στο γεφύρι της Χαλκίδας; 

Γιατί σε πόλεμο, δεν πήγε. 

Ο Φλώρος που συμφώνησε οι τριήρεις να δωθούν σε Καρχηδόνια ναυπηγεία, 

να μη βαράει στο Φάληρο το ματσακόνι 

οι ναυπηγοί του ΕΜΠ να λύνουνε σταυρόλεξα να παιζουν ναυμαχία. 

Μίζες ένεκα, έ Κίμων;

Και συ Ντογιάκο ντό ευτάς, τί έκανες ώ άχρηστε; 

Τη μία ο Βγενό, την άλλη ο Παρλαπίδης 

οι γιοί σου που σιτίζονται στα θέρετρα των ισχυρών 

εσύ το θρόνο σου στην άβυσσο κι εμείς 

εναγωνίως στην Ανάβυσσο να σώσουμε το σπίτι μας 

από τον τραπεζίτη φίλο σου. 

Κατάρα σε, ώ Αρεοπαγίτη. 

Εγκάθετε του Κίμωνα 

που την Αθήνα γέμισε κοριούς και ψείρες. 

Και ψύλλους στ’ αφτιά των δικαστών. 

Και ένα μπάτσο στον καθέναν από μας, όταν πατάμε πεζοδρόμιο.

Κι ο Χατζηδάκος της ελιάς, άλλο καθίκι. 

Ένα μουρόχαβλο κεφάλι σ’ ένα ασκί•

γεμάτο μίζες. ΔΕΗ και Ολυμπιακή. 

Δεν έχει χώρο για το κώνειο που θα πιει.

Αρχέστρατε μ’ ακούς; 

Ξέρεις εσύ. Πρώτα το δίκιο. 

Πρώτα μ’ αυτούς που μέτρησαν το δίκιο μας 

με τα καντάρια λάδωμα που έχει το πιθάρι τους. 

Και αν δε γίνω εφιάλτης τους

Εφιάλτη, 

να μή με λένε.

ΙΣΜΑΡΟΣ

Άκου δημοσιογραφάκο


Εσένα λέω.

Εσένα που πρωί-πρωί

απειλητικά το δάχτυλο κουνάς

εσένα που το φόβο επικαλείσαι 

τείχος στη μαζεμένη μου οργή.

Εσένα λέω

αγράμματε κι αμόρφωτε!

Δέν υπάρχει τρόπος 

να προβλεφθεί ισοροπία κατά Νάς,

άδικα γαβγίζεις· 

ποτέ ο παίκτης δέ θά ‘ναι ένας και μοναδικός, 

η ιστορία τους δικούς της νόμους έχει 

μήν εκπλαγείς αν αύριο δείς 

ίδια πολυτεχνεία 

μ’ αυτό του εβδομήντα τρία.

Εσένα λέω·

εσένα που μας λες 

πράττεις ελεύθερα και σκέφτεσαι

ενώ πράττεις αυτό 

που κάποιοι άλλοι σκέφτονται «ελεύθερα» για σένα.

Ναί ρέ· εσένα λέω.

Όπου νά ‘ναι έρχεται η στιγμή

το φόβο να συντρίψει η οργή

κι εφόσον λείπει η μηχανή

από την έκρηξη να κινηθεί,

αυτή θα εκτονωθεί τα πάντα διαλύοντας

και πρώτα-πρώτα εσένα δύστυχε!

ΙΣΜΑΡΟΣ

ΞΕΓΝΟΙΑΣΙΑ

ΞΕΓΝΟΙΑΣΙΑ

Πολλοί έζησαν όπως ήθελαν

-εγώ όχι –

κανείς όμως δεν πέθανε όπως ήθελε.

Κανείς δεν ήθελε να πεθάνει.

Δεν υπήρξε ουδείς που να μη θάφτηκε στη γης

κι έκτοτε,

ξένοιαστα ρέει επί γης το νάμα της πηγής,

το νόημα της ζωής.

ΙΣΜΑΡΟΣ